τετραπλεύρου

τετραπλεύρου
τετράπλευρος
four-sided
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • τετράπλευρος — η, ο / τετράπλευρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τέσσερεις πλευρές («τετράπλευρος κίων», Ανθ. Παλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράπλευρο(ν) πολύγωνο που έχει τέσσερεις πλευρές νεοελλ. φρ. α) «πλήρες τετράπλευρο» μαθημ. το σχήμα που ορίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • παραλληλόγραμμο — Τετράπλευρο με τις απέναντι πλευρές του παράλληλες. Οι απέναντι πλευρές κάθε π. είναι ίσες, το ίδιο και οι απέναντι γωνίες του. Η ευθεία δύο απέναντι κορυφών π. ονομάζεται διαγώνιός του. Το π. έχει δύο διαγωνίους. Τα τμήματα των διαγωνίων π. με… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… …   Dictionary of Greek

  • πολύγωνο — Αν Α1 Α2,..., Αν, Αν (όπου ν = 2, 3,...) είναι σημεία του χώρου, τέτοια, ώστε κάθε τρία τους να μην ανήκουν στην αυτή ευθεία, τότε η τεθλασμένη γραμμή, που αποτελείται από τα ευθύγραμμα τμήματα Α1Α2, Α2Α3, ..., Αν + 1 λέμε ότι είναι μια… …   Dictionary of Greek

  • σταφνοκάκι — το, Ν είδος μεγάλου τετράπλευρου διχτιού …   Dictionary of Greek

  • ύνις — η / ὕνις, εως, ἡ, ΝΑ, και ὕννις και ὕννη και ὕννης, ὁ, ιων. τ. γεν. ιος, Α (λόγιος τ.) το υνί νεοελλ. ανατ. άζυγο οστό τού προσωπικού κρανίου σε σχήμα λεπτού ακανόνιστου τετραπλεύρου που θυμίζει το υνί αρότρου και αποτελεί το άνω οπίσθιο οστέινο… …   Dictionary of Greek

  • δρακόσπιτα — Ιδιότυπα κτίσματα, κατασκευασμένα από μεγάλες, πλακόμορφες, σχιστολιθικές πέτρες, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Βρίσκονται στη νοτιοδυτική Εύβοια, κυρίως στο όρος Όχη. Έχουν σχήμα τετράπλευρου ορθογώνιου, με μεγάλο πάχος στην τοιχοποιία. Οι… …   Dictionary of Greek

  • δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”